σκαμπανεβάζω

σκαμπανεβάζω
αμετ. качаться (на волнах); испытывать килевую качку

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σκαμπανεβάζω" в других словарях:

  • σκαμπανεβάζω — βλ. πίν. 35 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκαμπανεβάζω — Ν 1. (αμτβ.) (για πλοίο) ταλαντεύομαι κλίνοντας μια προς τα εμπρός και μια προς τα πίσω, προνεύω, προνευστάζω 2. μτφ. παρουσιάζω εξάρσεις και καταπτώσεις, έχω σκαμπανεβάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τού ρ. ανεβάζω με το ιταλ …   Dictionary of Greek

  • σκαμπανεβάζω — σκαμπανέβασα, κλυδωνίζομαι, πάω μια πάνω μια κάτω: Η τρικυμία έκανε το πλοίο να σκαμπανεβάζει επικίνδυνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαμπανέβασμα — το, Ν [σκαμπανεβάζω] 1. ναυτ. ταλάντευση τού πλοίου κατά τον διαμήκη άξονά του, πρόνευση, προνευστασμός 2. μτφ. ανεβοκατέβασμα, αλληλοδιαδοχή εξάρσεων και καταπτώσεων, κλυδωνισμός, έλλειψη σταθερότητας («η επίδοσή του στα μαθήματα παρουσιάζει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»